εγκοπεύς

εγκοπεύς
(-εως) ο резец

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εγκοπεύς" в других словарях:

  • ἐγκοπεύς — tool for cutting stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκοπῆς — ἐγκοπεύς tool for cutting stone masc nom pl ἐγκοπεύς tool for cutting stone masc nom/voc pl ἐγκοπή incision fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκοπέας — ο (AM ἐγκοπεύς) χαλύβδινο εργαλείο για την επεξεργασία σκληρών υλών …   Dictionary of Greek

  • ἐγκοπεῦσι — ἐγκόπτω knock in aor subj pass 3rd pl (epic) ἐγκοπεύς tool for cutting stone masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκοπεῦσιν — ἐγκόπτω knock in aor subj pass 3rd pl (epic) ἐγκοπεύς tool for cutting stone masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκοπῇ — ἐγκόπτω knock in aor subj pass 3rd sg ἐγκοπῆι , ἐγκοπεύς tool for cutting stone masc dat sg (epic ionic) ἐγκοπή incision fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκοπέα — ἐγκοπέᾱ , ἐγκοπεύς tool for cutting stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»